-
1 στρατιώτης
Aστρατιῶτα Philem.155
: ([etym.] στρατιά):— soldier, Hdt.4.134, al., Cratin.143, IG12.60.12, etc.;στρατιώτας καταλέγειν Ar.Ach. 1065
; σ. μισθωσάμενος, of Pisistratus, Arist.Ath. 15.2; ἄνδρες ς., in a speech, Th.7.61; collectively, in sg., ὁ πολὺς ὅμιλος καὶ ς. Id.6.24; also of soldiers serving on ship-board, Id.2.88.2 later, professional soldier,= μισθοφόρος, Arist.EN 1116b15, cf.Archestr.Fr.61; soldier in Ptolemaic and Roman Egypt, PEnteux. 54.8 (iii B.C.), OGI86.12 (iii B.C.), PLond.1.142.4 (i A.D.), etc.;Κάσσανδρος τῶν Ἀπολλωνίου στρατιωτῶν PCair.Zen.301.1
(iii B.C.).II water-lettuce (σ. ἔνυδρος Gal.12.131
), Pistia Stratiotes, Meno Iatr.6.22, Dsc.4.101; σ. χιλιόφυλλος, Achillea Millefolium, yarrow or milfoil, ib.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατιώτης
См. также в других словарях:
στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… … Dictionary of Greek